Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσηγορικός
προσήγορος
προσήιξαι
προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
προσήνεπε
προσηνής
προσήρεικα
προσηχέω
προσηῷος
προσθᾱκέω
πρόσθε(ν)
πρόσθεσις
πρόσθετος
προσθέω
View word page
προσ-ήνεμος
προσ-ήνεμοςονadjἄνεμος of one side of a threshing-floorfacing the windwindwardX.

ShortDef

towards the wind, to windward

Debugging

Headword:
προσήνεμος
Headword (normalized):
προσήνεμος
Headword (normalized/stripped):
προσηνεμος
IDX:
34803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34804
Key:
προσήνεμος

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ήνεμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσ-ήνεμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄνεμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of one side of a threshing-floor</Indic><Def>facing the wind</Def><Tr>windward</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσήνεμος'}