Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορίᾱ
προσηγορικός
προσήγορος
προσήιξαι
προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
προσήνεπε
προσηνής
προσήρεικα
προσηχέω
προσηῷος
προσθᾱκέω
πρόσθε(ν)
View word page
προσήλυτος
προσήλυτοςουmπροσελεύσομαι, seeπροσέρχομαι one who has come overto Judaismproselyte, convertNT.

ShortDef

a new arrival, stranger, convert

Debugging

Headword:
προσήλυτος
Headword (normalized):
προσήλυτος
Headword (normalized/stripped):
προσηλυτος
IDX:
34800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34801
Key:
προσήλυτος

Data

{'headword_display': '<b>προσήλυτος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσήλυτος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>προσελεύσομαι</Ref>, see<Ref>προσέρχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who has come over<Expl>to Judaism</Expl></Def><Tr>proselyte, convert</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'προσήλυτος'}