Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορίᾱ
προσηγορικός
προσήγορος
προσήιξαι
προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
προσήνεπε
προσηνής
View word page
προσήιξαι
προσήιξαι
2sg.pf.pass.
see
προσεΐσκομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσήιξαι
Headword (normalized):
προσήιξαι
Headword (normalized/stripped):
προσηιξαι
IDX:
34795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34796
Key:
προσήιξαι
Data
{'headword_display': '<b>προσήιξαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>προσήιξαι<LblR>2sg.pf.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσεΐσκομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσήιξαι'}