Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορίᾱ
προσηγορικός
προσήγορος
προσήιξαι
προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
προσήλυτος
πρόσημαι
προσημαίνω
προσήνεμος
View word page
προσηγορικός
προσηγορικόςή όνadjof a namegiven as a surnameref. to Lat. cognomenPlu.

ShortDef

of or for addressing

Debugging

Headword:
προσηγορικός
Headword (normalized):
προσηγορικός
Headword (normalized/stripped):
προσηγορικος
IDX:
34793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34794
Key:
προσηγορικός

Data

{'headword_display': '<b>προσηγορικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσηγορικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a name</Indic><Tr>given as a surname<Expl>ref. to Lat. <ital>cognomen</ital></Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσηγορικός'}