Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορίᾱ
προσηγορικός
προσήγορος
προσήιξαι
προσηκάμην
προσήκω
προσήλιος
προσηλόω
View word page
πρόσ-ηβος
πρόσ-ηβοςονadjἥβη of a personapproaching manhoodX.

ShortDef

near manhood

Debugging

Headword:
πρόσηβος
Headword (normalized):
πρόσηβος
Headword (normalized/stripped):
προσηβος
IDX:
34789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34790
Key:
πρόσηβος

Data

{'headword_display': '<b>πρόσ-ηβος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>πρόσ-ηβος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἥβη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>approaching manhood</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'πρόσηβος'}