Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορίᾱ
προσηγορικός
προσήγορος
προσήιξαι
View word page
προσ-εφέλκω
προσ-εφέλκωvb of a lawdraw in additionally, also inviteforeignersto citizenshipArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεφέλκω
Headword (normalized):
προσεφέλκω
Headword (normalized/stripped):
προσεφελκω
IDX:
34785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34786
Key:
προσεφέλκω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εφέλκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εφέλκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a law</Indic><Tr>draw in additionally, also invite</Tr><Obj>foreigners<Expl>to citizenship</Expl><Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεφέλκω'}