Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
προσζημιόω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
View word page
προσ-ευπορέω
προσ-ευπορέωcontr.vb providew.acc.moneyadditionallyw.dat.for someoneD.pass.of moneybe additionally providedD.

ShortDef

to provide besides

Debugging

Headword:
προσευπορέω
Headword (normalized):
προσευπορέω
Headword (normalized/stripped):
προσευπορεω
IDX:
34781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34782
Key:
προσευπορέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ευπορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ευπορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>provide<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>money</Prnth>additionally</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>for someone<Au>D.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of money</Indic><Def>be additionally provided</Def><Au>D.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσευπορέω'}