Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
προσζημιόω
πρόσηβος
View word page
προσεύθῡναι
προσεύθῡναιῶνf.plπροσευθῡ́νω further auditingw.gen.of magistratesArist.dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεύθῡναι
Headword (normalized):
προσεύθῡναι
Headword (normalized/stripped):
προσευθυναι
IDX:
34779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34780
Key:
προσεύθῡναι

Data

{'headword_display': '<b>προσεύθῡναι</b>', 'content': '<NE><HG><HL>προσεύθῡναι</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>f.pl</PS><Ety><Ref>προσευθῡ́νω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>further auditing<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of magistrates</Expl></Tr><Au>Arist.<LblR>dub.</LblR></Au></nS1></NE>', 'key': 'προσεύθῡναι'}