Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
προσεχής
προσέχω
View word page
προσεταιριστός
προσεταιριστόςόνadj of soldiersjoined in partisanshipof the same political persuasionTh.

ShortDef

joined with as a companion, attached to the same

Debugging

Headword:
προσεταιριστός
Headword (normalized):
προσεταιριστός
Headword (normalized/stripped):
προσεταιριστος
IDX:
34777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34778
Key:
προσεταιριστός

Data

{'headword_display': '<b>προσεταιριστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσεταιριστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of soldiers</Indic><Def>joined in partisanship</Def><Tr>of the same political persuasion</Tr><Au>Th.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσεταιριστός'}