Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφέλκω
View word page
προσ-εσπέριος
προσ-εσπέριοςονadj of nationsto the westwesternPlb.

ShortDef

towards the west, western

Debugging

Headword:
προσεσπέριος
Headword (normalized):
προσεσπέριος
Headword (normalized/stripped):
προσεσπεριος
IDX:
34775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34776
Key:
προσεσπέριος

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εσπέριος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσ-εσπέριος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of nations</Indic><Def>to the west</Def><Tr>western</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσεσπέριος'}