Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευχή
View word page
προσερῶ
προσερῶfut.seeπροσείρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσερῶ
Headword (normalized):
προσερῶ
Headword (normalized/stripped):
προσερω
IDX:
34773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34774
Key:
προσερῶ

Data

{'headword_display': '<b>προσερῶ</b>', 'content': '<XE><RefFm>προσερῶ<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσείρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσερῶ'}