Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
προσευπορέω
View word page
προσ-ερυγγάνω
προσ-ερυγγάνωvb belchat someoneThphr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσερυγγάνω
Headword (normalized):
προσερυγγάνω
Headword (normalized/stripped):
προσερυγγανω
IDX:
34771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34772
Key:
προσερυγγάνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ερυγγάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ερυγγάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>belch<Expl>at someone</Expl></Tr><Au>Thphr.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσερυγγάνω'}