Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
προσεύθῡναι
προσευθῡ́νω
View word page
προσερρήθην
προσερρήθηνaor.pass.seeπροσείρω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσερρήθην
Headword (normalized):
προσερρήθην
Headword (normalized/stripped):
προσερρηθην
IDX:
34770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34771
Key:
προσερρήθην

Data

{'headword_display': '<b>προσερρήθην</b>', 'content': '<XE><RefFm>προσερρήθην<LblR>aor.pass.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>προσείρω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'προσερρήθην'}