Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέτι
View word page
προσ-έρομαι
προσ-έρομαιmid.vb3sg.aor.opt.
προσέροιτο
ask in additionw.dbl.acc.someone sthg.Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσέρομαι
Headword (normalized):
προσέρομαι
Headword (normalized/stripped):
προσερομαι
IDX:
34768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34769
Key:
προσέρομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-έρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-έρομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3sg.aor.opt.</Lbl><Form>προσέροιτο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>ask in addition</Tr><Cmpl><GLbl>w.dbl.acc.</GLbl>someone sthg.<Au>Pl.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσέρομαι'}