Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
προσερῶ
προσερωτάω
προσεσπέριος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
View word page
προσ-ερεύγομαι
προσ-ερεύγομαιmid.vb fig., of wavesbelch atroar againstw.dat.a shoreIl. or perh. w.acc. a rock

ShortDef

to belch at

Debugging

Headword:
προσερεύγομαι
Headword (normalized):
προσερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσερευγομαι
IDX:
34767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34768
Key:
προσερεύγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ερεύγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ερεύγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>fig., of waves</Indic><Def>belch at</Def><Tr>roar against</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>a shore<Au>Il.</Au></Cmpl> <Extra>or perh. <GLbl>w.acc.</GLbl> <ital>a rock</ital></Extra> </vS1> </VE>', 'key': 'προσερεύγομαι'}