Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
προσέρχομαι
View word page
προσ-επιφθέγγομαι
προσ-επιφθέγγομαιmid.vb also cry outw.dir.sp.sthg.Plb.

ShortDef

exclaim further

Debugging

Headword:
προσεπιφθέγγομαι
Headword (normalized):
προσεπιφθέγγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιφθεγγομαι
IDX:
34762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34763
Key:
προσεπιφθέγγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιφθέγγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιφθέγγομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also cry out</Tr><Obj><GLbl>w.dir.sp.</GLbl>sthg.<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιφθέγγομαι'}