Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
προσερρήθην
προσερυγγάνω
View word page
προσ-επιφέρω
προσ-επιφέρωvb of the earth, when farmedprovidew.acc.luxuriesas wellas necessitiesX.

ShortDef

to bear

Debugging

Headword:
προσεπιφέρω
Headword (normalized):
προσεπιφέρω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιφερω
IDX:
34761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34762
Key:
προσεπιφέρω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιφέρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιφέρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of the earth, when farmed</Indic><Tr>provide<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>luxuries</Prnth>as well<Expl>as necessities</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιφέρω'}