Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
προσέρπω
View word page
προσ-επιτίθημι
προσ-επιτίθημιvb addw.acc.sthg.furtherto an assertion, by way of qualificationArist. inflictpunishmentw.dat.on someonePlb.

ShortDef

to add further

Debugging

Headword:
προσεπιτίθημι
Headword (normalized):
προσεπιτίθημι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτιθημι
IDX:
34759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34760
Key:
προσεπιτίθημι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιτίθημι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιτίθημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>add<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sthg.</Prnth>further<Expl>to an assertion, by way of qualification</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> <vS1><Tr>inflict</Tr><Obj>punishment<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>on someone</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιτίθημι'}