Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
προσέρομαι
View word page
προσ-επιτέρπομαι
προσ-επιτέρπομαιmid.pass.vb of a particular god, in addition to othersalso take delight inpeopleAr.

ShortDef

to enjoy oneself still more

Debugging

Headword:
προσεπιτέρπομαι
Headword (normalized):
προσεπιτέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτερπομαι
IDX:
34758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34759
Key:
προσεπιτέρπομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιτέρπομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιτέρπομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a particular god, in addition to others</Indic><Tr>also take delight in<Expl>people</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιτέρπομαι'}