Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
προσερείδω
προσερεύγομαι
View word page
προσ-επιτείνω
προσ-επιτείνωvb of negotiatorsimpose stricter terms onsomeonePlb.intr.insist more stringentlyon sthg.Plb.

ShortDef

to stretch still further, to lay more stress upon

Debugging

Headword:
προσεπιτείνω
Headword (normalized):
προσεπιτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτεινω
IDX:
34757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34758
Key:
προσεπιτείνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιτείνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιτείνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of negotiators</Indic><Tr>impose stricter terms on</Tr><Obj>someone<Au>Plb.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>insist more stringently<Expl>on sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιτείνω'}