Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
προσεπιχαρίζομαι
προσεργάζομαι
View word page
προσ-επιστέλλω
προσ-επιστέλλωvb also instructw.dat. + inf.someone to do sthg.Th. X.pass.of an instructionbe given additionallyTh.

ShortDef

to notify, enjoin, command besides

Debugging

Headword:
προσεπιστέλλω
Headword (normalized):
προσεπιστέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιστελλω
IDX:
34755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34756
Key:
προσεπιστέλλω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιστέλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιστέλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also instruct</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat. + inf.</GLbl>someone to do sthg.<Au>Th. X.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of an instruction</Indic><Def>be given additionally</Def><Au>Th.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιστέλλω'}