Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφωνέω
View word page
προσ-επισπάομαι
προσ-επισπάομαιmid.contr.vb pejor., of a historiandrag inw.dbl.acc.someone, as witnessPlb.

ShortDef

draw towards oneself

Debugging

Headword:
προσεπισπάομαι
Headword (normalized):
προσεπισπάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισπαομαι
IDX:
34753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34754
Key:
προσεπισπάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επισπάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επισπάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>pejor., of a historian</Indic><Tr>drag in</Tr><Obj><GLbl>w.dbl.acc.</GLbl>someone, as witness<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπισπάομαι'}