Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
προσεπιφθέγγομαι
View word page
προσ-επισκώπτω
προσ-επισκώπτωvb go so far as to jestPlu.

ShortDef

to joke besides

Debugging

Headword:
προσεπισκώπτω
Headword (normalized):
προσεπισκώπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισκωπτω
IDX:
34752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34753
Key:
προσεπισκώπτω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επισκώπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επισκώπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go so far as to jest</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπισκώπτω'}