Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπικοσμέομαι
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτῑμάω
προσεπιφέρω
View word page
προσ-επισῑτίζομαι
προσ-επισῑτίζομαιmid.vb of a fleettake on further provisionsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεπισῑτίζομαι
Headword (normalized):
προσεπισῑτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισιτιζομαι
IDX:
34751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34752
Key:
προσεπισῑτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επισῑτίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επισῑτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a fleet</Indic><Tr>take on further provisions</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπισῑτίζομαι'}