Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιδράττομαι
προσεπιζητέω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέομαι
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
προσεπιτείνω
προσεπιτέρπομαι
View word page
προσ-επιπλήττω
προσ-επιπλήττωAtt.vbἐπιπλήσσω also rebukew.dat.oneselfArist.dub.seeπροεπιπλήττω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεπιπλήττω
Headword (normalized):
προσεπιπλήττω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπληττω
IDX:
34748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34749
Key:
προσεπιπλήττω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιπλήττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιπλήττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>ἐπιπλήσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>also rebuke</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>oneself<Au>Arist.<LblR>dub.</LblR></Au></Cmpl><XR>see<Ref>προεπιπλήττω</Ref></XR> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιπλήττω'}