Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπιδεικνύω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδράττομαι
προσεπιζητέω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέομαι
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστέλλω
προσεπιτάττω
View word page
προσ-επιμετρέω
προσ-επιμετρέωcontr.vb also conferhonoursw.dat.on someonePlb. promulgate in additiona further decreePlb.

ShortDef

give as additional measure, assign over and above

Debugging

Headword:
προσεπιμετρέω
Headword (normalized):
προσεπιμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιμετρεω
IDX:
34746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34747
Key:
προσεπιμετρέω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επιμετρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επιμετρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also confer</Tr><Obj>honours<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>on someone</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>promulgate in addition</Tr><Obj>a further decree<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπιμετρέω'}