Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδεικνύω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδράττομαι
προσεπιζητέω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέομαι
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
προσεπισκώπτω
View word page
προσ-επικτάομαι
προσ-επικτάομαιmid.contr.vb acquirew.acc.honourin additionArist. of a kingaddw.acc.nationsby acquisitionw.dat.to one's own nationHdt.

ShortDef

to acquire besides

Debugging

Headword:
προσεπικτάομαι
Headword (normalized):
προσεπικτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικταομαι
IDX:
34742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34743
Key:
προσεπικτάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επικτάομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-επικτάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>acquire<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>honour</Prnth>in addition</Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> <vS1><Indic>of a king</Indic><Tr>add<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>nations</Prnth>by acquisition</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to one's own nation<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'προσεπικτάομαι'}