Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδεικνύω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδράττομαι
προσεπιζητέω
προσεπίκειμαι
προσεπικοσμέομαι
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλέγω
προσεπιμελέομαι
προσεπιμετρέω
προσεπινοέω
προσεπιπλήττω
προσεπιπονέω
προσεπιρρώννυμαι
προσεπισῑτίζομαι
View word page
προσ-επικοσμέομαι
προσ-επικοσμέομαιpass.contr.vb of a soldieralso be furnishedw.dat.w. a type of helmetPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεπικοσμέομαι
Headword (normalized):
προσεπικοσμέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικοσμεομαι
IDX:
34741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34742
Key:
προσεπικοσμέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επικοσμέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επικοσμέομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a soldier</Indic><Tr>also be furnished</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. a type of helmet<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπικοσμέομαι'}