Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀλθαίνομαι
ᾱ̔λίᾱ
ἁλιάδᾱς
ἁλιᾱής
ἁλιαίετος
ἁλιάς
ἀλίαστος
ᾱ̓λίβας
ᾱ̓λίβατος
ἁλιβαφής
ἁλίβλητος
ἁλίβροχος
ἀλίγκιος
ἁλίδρομος
ἁλιείᾱ
ἁλιερκής
ἁλιεύς
ἁλιευτικός
ἁλιεύω
ἁλίζομαι
ᾱ̔λίζω
View word page
ἁλί-βλητος
ἁλί-βλητοςονadjβλητός of a rocksea-struckE.cj.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἁλίβλητος
Headword (normalized):
ἁλίβλητος
Headword (normalized/stripped):
αλιβλητος
IDX:
3473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-3474
Key:
ἁλίβλητος

Data

{'headword_display': '<b>ἁλί-βλητος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἁλί-βλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rock</Indic><Tr>sea-struck</Tr><Au>E.<LblR>cj.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'ἁλίβλητος'}