Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδεικνύω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδράττομαι
προσεπιζητέω
προσεπίκειμαι
View word page
προσ-επαιτιάομαι
προσ-επαιτιάομαιmid.contr.vb also censuresomeonePlu.

ShortDef

to accuse besides

Debugging

Headword:
προσεπαιτιάομαι
Headword (normalized):
προσεπαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπαιτιαομαι
IDX:
34730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34731
Key:
προσεπαιτιάομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επαιτιάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επαιτιάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>also censure</Tr><Obj>someone<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπαιτιάομαι'}