Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδεικνύω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδράττομαι
View word page
προσ-επάγομαι
προσ-επάγομαιpass.vb of misconductbe given further encouragementPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεπάγομαι
Headword (normalized):
προσεπάγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπαγομαι
IDX:
34728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34729
Key:
προσεπάγομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-επάγομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-επάγομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of misconduct</Indic><Tr>be given further encouragement</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεπάγομαι'}