Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
View word page
προσ-εξευρίσκω
προσ-εξευρίσκωvb devisew.acc.a new plan, way of behaving, or sim.in additionAr. Isoc. Plb.

ShortDef

to find out

Debugging

Headword:
προσεξευρίσκω
Headword (normalized):
προσεξευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
προσεξευρισκω
IDX:
34725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34726
Key:
προσεξευρίσκω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξευρίσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εξευρίσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>devise<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a new plan, way of behaving, or sim.</Prnth>in addition</Tr><Au>Ar. Isoc. Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεξευρίσκω'}