Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
προσεπιγίγνομαι
View word page
προσ-εξετάζω
προσ-εξετάζωvb inquire furtherw.indir.q.what is the caseD.pass.of actionsbe examined as wellas othersD.

ShortDef

to search into besides

Debugging

Headword:
προσεξετάζω
Headword (normalized):
προσεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεξεταζω
IDX:
34724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34725
Key:
προσεξετάζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξετάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εξετάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>inquire further</Tr><Cmpl><GLbl>w.indir.q.</GLbl>what is the case<Au>D.</Au></Cmpl><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of actions</Indic><Def>be examined as well<Expl>as others</Expl></Def><Au>D.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεξετάζω'}