Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
προσεπιβάλλω
View word page
προσ-εξερείδομαι
προσ-εξερείδομαιmid.vb of a person who has fallen on icesupport oneselfw.dat.w. one's hands and kneesPlb.

ShortDef

to support oneself by

Debugging

Headword:
προσεξερείδομαι
Headword (normalized):
προσεξερείδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξερειδομαι
IDX:
34723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34724
Key:
προσεξερείδομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξερείδομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-εξερείδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a person who has fallen on ice</Indic><Tr>support oneself</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. one's hands and knees<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'προσεξερείδομαι'}