Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
προσεπεξευρίσκω
View word page
προσ-εξεργάζομαι
προσ-εξεργάζομαιmid.vb commitw.acc.other crimesin additionD.pass.of crimesalso be committedD. intr., of a writertake extra troublePlb.

ShortDef

to accomplish besides

Debugging

Headword:
προσεξεργάζομαι
Headword (normalized):
προσεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξεργαζομαι
IDX:
34722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34723
Key:
προσεξεργάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξεργάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εξεργάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>commit<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>other crimes</Prnth>in addition</Tr><Au>D.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of crimes</Indic><Def>also be committed</Def><Au>D.</Au></vSGrm> </vS1> <vS1><Indic>intr., of a writer</Indic><Tr>take extra trouble</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεξεργάζομαι'}