Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
προσεπαινέω
προσεπαιτιάομαι
προσεπεῖπον
View word page
προσ-εξελίσσω
προσ-εξελίσσωvb wheelw.acc.troopsround furtherPlb.

ShortDef

to unrol besides

Debugging

Headword:
προσεξελίσσω
Headword (normalized):
προσεξελίσσω
Headword (normalized/stripped):
προσεξελισσω
IDX:
34721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34722
Key:
προσεξελίσσω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξελίσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εξελίσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wheel<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>troops</Prnth>round further</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεξελίσσω'}