Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
πρόσεξις
προσέοικα
προσεπάγομαι
View word page
προσ-εξανίστημι
προσ-εξανίστημιvbathem.aor.ptcpl.
προσεξαναστᾱ́ς
athem.aor.of a babyraise oneself upw. πρός + acc.to someone's kneesPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεξανίστημι
Headword (normalized):
προσεξανίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσεξανιστημι
IDX:
34718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34719
Key:
προσεξανίστημι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξανίστημι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>προσ-εξανίστημι</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>athem.aor.ptcpl.</Lbl><Form>προσεξαναστᾱ́ς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>athem.aor.</GLbl><Indic>of a baby</Indic><Def>raise oneself up</Def><PrPhr><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>to someone's knees<Au>Plu.</Au></PrPhr> </vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'προσεξανίστημι'}