Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
προσεξευρίσκω
View word page
προσ-εξαιρέομαι
προσ-εξαιρέομαιmid.contr.vb selectw.acc.someonein additionHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεξαιρέομαι
Headword (normalized):
προσεξαιρέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεξαιρεομαι
IDX:
34715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34716
Key:
προσεξαιρέομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εξαιρέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εξαιρέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>select<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>in addition</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεξαιρέομαι'}