Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
προσεξετάζω
View word page
προσ-ενυφαίνομαι
προσ-ενυφαίνομαιpass.vb of figuresbe woven intow.dat.a robein additionto othersPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσενυφαίνομαι
Headword (normalized):
προσενυφαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσενυφαινομαι
IDX:
34714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34715
Key:
προσενυφαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ενυφαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ενυφαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of figures</Indic><Tr>be woven into<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>a robe</Prnth>in addition<Expl>to others</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσενυφαίνομαι'}