Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
προσεξερείδομαι
View word page
προσ-ενυβρίζομαι
προσ-ενυβρίζομαιpass.vb be the victim of further outragePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσενυβρίζομαι
Headword (normalized):
προσενυβρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσενυβριζομαι
IDX:
34713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34714
Key:
προσενυβρίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-ενυβρίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-ενυβρίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be the victim of further outrage</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσενυβρίζομαι'}