Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
προσεξεργάζομαι
View word page
προσ-εντέλλομαι
προσ-εντέλλομαιmid.vbaor.
προσενετειλάμην
add an instructionw.dat. + inf.to someone, to do sthg.X. Plb.

ShortDef

to enjoin besides

Debugging

Headword:
προσεντέλλομαι
Headword (normalized):
προσεντέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεντελλομαι
IDX:
34712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34713
Key:
προσεντέλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εντέλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εντέλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>προσενετειλάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>add an instruction</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat. + inf.</GLbl>to someone, to do sthg.<Au>X. Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεντέλλομαι'}