Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
προσεξανίστημι
προσεξαπατάω
προσεξασκέω
προσεξελίσσω
View word page
προσ-εντείνω
προσ-εντείνωvb inflictw.acc. + dat.blows on someonein additionto other maltreatmentD.

ShortDef

to strain still more

Debugging

Headword:
προσεντείνω
Headword (normalized):
προσεντείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεντεινω
IDX:
34711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34712
Key:
προσεντείνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εντείνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εντείνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>inflict<Prnth><GLbl>w.acc. + dat.</GLbl>blows on someone</Prnth>in addition<Expl>to other maltreatment</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεντείνω'}