Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
προσεξανδραποδίζομαι
View word page
προσ-εμφερής
προσ-εμφερήςέςadjsuperl.
προσεμφερέστατος
of an objectsimilarw.dat.to anotherHdt.

ShortDef

resembling

Debugging

Headword:
προσεμφερής
Headword (normalized):
προσεμφερής
Headword (normalized/stripped):
προσεμφερης
IDX:
34707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34708
Key:
προσεμφερής

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εμφερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσ-εμφερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><FG><Deg><Lbl>superl.</Lbl><Form>προσεμφερέστατος</Form></Deg></FG></HG> <aS1><Indic>of an object</Indic><Tr>similar<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to another</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσεμφερής'}