Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
προσεξαιρέομαι
προσεξαμαρτάνω
View word page
προσ-εμπικραίνομαι
προσ-εμπικραίνομαιmid.pass.vb feel further bitterness againstw.dat.someoneHdt.

ShortDef

to be yet more angry with

Debugging

Headword:
προσεμπικραίνομαι
Headword (normalized):
προσεμπικραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεμπικραινομαι
IDX:
34706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34707
Key:
προσεμπικραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εμπικραίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εμπικραίνομαι</HL><PS>mid.pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>feel further bitterness against</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεμπικραίνομαι'}