Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
προσεντείνω
προσεντέλλομαι
προσενυβρίζομαι
προσενυφαίνομαι
View word page
προσ-εμβαίνω
προσ-εμβαίνωvb trample onw.dat.a dead manas wellas hating him when he was aliveS.

ShortDef

to step upon, trample on

Debugging

Headword:
προσεμβαίνω
Headword (normalized):
προσεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεμβαινω
IDX:
34704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34705
Key:
προσεμβαίνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εμβαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εμβαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>trample on<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>a dead man</Prnth>as well<Expl>as hating him when he was alive</Expl></Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεμβαίνω'}