Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
προσεννοέω
View word page
προσ-εκχλευάζω
προσ-εκχλευάζωvbἐκχλευάζω also jeer atmocksomeoneD.

ShortDef

to ridicule besides

Debugging

Headword:
προσεκχλευάζω
Headword (normalized):
προσεκχλευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεκχλευαζω
IDX:
34700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34701
Key:
προσεκχλευάζω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εκχλευάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εκχλευάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>ἐκ</Ref><Ref>χλευάζω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>also jeer at<or/>mock</Tr><Obj>someone<Au>D.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεκχλευάζω'}