Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
προσεννέπω
View word page
προσ-εκφέρω
προσ-εκφέρωvb pay in additiona sum of moneyPlb.treaty

ShortDef

pay besides

Debugging

Headword:
προσεκφέρω
Headword (normalized):
προσεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
προσεκφερω
IDX:
34699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34700
Key:
προσεκφέρω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εκφέρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εκφέρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pay in addition</Tr><Obj>a sum of money<Au>Plb.<LblR>treaty</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεκφέρω'}