Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποστέγω
ἀποστεινόομαι
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστέργω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίσκω
ἀπόστημα
ἀποστίλβω
ἀποστλεγγίζομαι
ἀποστολεῖς
ἀποστολή
ἀπόστολος
ἀποστοματίζω
ἀποστράπτω
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
View word page
ἀπο-στερίσκω
ἀποστερίσκωvb deprivea kingw.gen.of his throneS.

ShortDef

rob

Debugging

Headword:
ἀποστερίσκω
Headword (normalized):
ἀποστερίσκω
Headword (normalized/stripped):
αποστερισκω
IDX:
346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-347
Key:
ἀποστερίσκω

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-στερίσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>στερίσκω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>deprive</Tr><Obj>a king<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of his throne</Expl><Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποστερίσκω'}