Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
προσενθῡμέομαι
View word page
προσ-εκτίνω
προσ-εκτίνωvb pay in additiona penaltyPl.a sum of money, a finePlu.

ShortDef

to pay in addition

Debugging

Headword:
προσεκτίνω
Headword (normalized):
προσεκτίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεκτινω
IDX:
34698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34699
Key:
προσεκτίνω

Data

{'headword_display': '<b>προσ-εκτίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>προσ-εκτίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>pay in addition</Tr><Obj>a penalty<Au>Pl.</Au></Obj><Obj>a sum of money, a fine<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'προσεκτίνω'}