Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

προσεῖπον
προσείρω
προσεΐσκομαι
προσεισπρᾱ́σσω
προσείω
προσεκβάλλω
προσεκκαίω
προσεκλέγομαι
προσεκπέμπω
προσεκπονέω
προσεκτικός
προσεκτίνω
προσεκφέρω
προσεκχλευάζω
προσελαύνω
προσεληναῖος
προσέλκομαι
προσεμβαίνω
προσεμβάλλω
προσεμπικραίνομαι
προσεμφερής
View word page
προσεκτικός
προσεκτικόςή όνadjπροσέχωof personsattentivests. w.dat.to sthg.X. Arist.

ShortDef

attentive

Debugging

Headword:
προσεκτικός
Headword (normalized):
προσεκτικός
Headword (normalized/stripped):
προσεκτικος
IDX:
34697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-34698
Key:
προσεκτικός

Data

{'headword_display': '<b>προσεκτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>προσεκτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>προσέχω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>attentive<Expl>sts. <GLbl>w.dat.</GLbl>to sthg.</Expl></Tr><Au>X. Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'προσεκτικός'}